© Υπό Δρ Θεοδώρου Ξεν. Βασιλειάδη, Μαιευτήρα Γυναικολόγου Θρομβοφιλία ονομάζουμε την παθολογική κατάσταση υπερπηκτικότητας της αιματικής κυκλοφορίας στον άνθρωπο με αποτέλεσμα την ανάπτυξη θρόμβων σε όργανα και αγγεία με αποτέλεσμα να δημιουργείται δυσλειτουργία στο προσβαλλόμενο όργανο ή οργανικό σύστημα. Στις περιπτώσεις αυτές εντάσσονται και η παθολογία πήξης στην διάρκεια της εγκυμοσύνης με αποτέλεσμα θρομβοεμβολικά επεισόδια στην έγκυο ή στο έμβρυο, ακόμη και εμβρυϊκή απώλεια (αποβολή).
Παρόλο που γίνεται συχνή σύνδεση της ατυχούς κυοφορίας με τις περιπτώσεις θρομβοφιλίας στην έγκυο από διάφορους ερευνητές και ιατρικές μονάδες, ωστόσο μέχρι και σήμερα οι διαπιστωμένες θρομβωτικές βλάβες στις επιπλεγμένες κυήσεις είναι το ίδιο συχνές και σε μη θρομβοφιλικές κυήσεις ώστε να μην υπάρχει ξεκάθαρη βεβαιότητα για τον ακριβή μηχανισμό των θρομβώσεων στην εμβρυομητρική κυκλοφορία. Επίσης, παρόλη την υψηλή συσχέτιση της θρομβοφιλίας της εγκύου με τις καθ΄έξιν αποβολές, είναι άγνωστο γιατί μόνο ένα ελάχιστο ποσοστό των εγκύων αυτών υφίστανται αυτή την επιπλοκή. Όμοια, ο προγεννητικός έλεγχος ρουτίνας για θρομβοφιλία σε μη επιλεγμένες γυναίκες δεν συνιστάται αφενός μεν λόγω της χαμηλής συχνότητας εμφάνισης επιπλοκών και της έλλειψης μιας ασφαλούς, αποδοτικής και μακροπρόθεσμης μεθόδου προφύλαξης κατά του θρομβοεμβολικού επεισοδίου, αφετέρου δε επειδή ένας στους 7 περίπου Έλληνες εκδηλώνει κάποια μορφή θρομβοφιλίας οπότε υπάρχει κίνδυνος για άνευ αιτίας υπερβολική διευθέτηση στην διάγνωση και στην θεραπευτική αντιμετώπιση. Επιπλέον, δεν υπάρχει αποδεδειγμένο όφελος του προγεννητικού ελέγχου για θρομβοφιλία σε γυναίκες με ιστορικό καθ΄έξιν αποβολών ή σε περιπτώσεις ανεξήγητης εμβρυϊκής απώλειας που συνέβη μετά από 10 εβδομάδες κύησης και οι οποίες συνδέονται με ιστολογικά αποδεδειγμένα ευρήματα πλακουντιακής ισχαιμίας συνέπεια εμφράκτων, καθώς και θρομβοεμβολικά επεισόδια στη μητέρα, γιατί αφενός η συχνότητα υποτροπής της πάθησης είναι σχετικά χαμηλή και αφετέρου δεν υπάρχουν υψηλής ποιότητας τυχαιοποιημένες κλινικές δοκιμές για να διαπιστωθεί η αποτελεσματικότητα της αντιπηκτικής θεραπείας για την πρόληψη της υποτροπής του συμβάντος. Η εγκυμοσύνη επίσης, αποτελεί από την φύση της μια κατάσταση αμυντικής υπερπηκτικότητας όμοια με την θρομβοφιλία, οπότε οποιοσδήποτε έλεγχος θρομβοφιλίας στη διάρκεια της κύησης είναι διαγνωστικά άνευ αξίας. Η τάση για σχηματισμό θρόμβου στον άνθρωπο (θρομβοφιλία) είναι πολυπαραγοντική και ομαδοποιείται σε δύο κύριες κατηγορίες: Στον παρακάτω πίνακα εμφανίζονται οι συχνότερες περιπτώσεις θρομβοφιλίας :
Ο μηχανισμός της πήξης του αίματος είναι μια αλληλουχία σύνθετων διεργασιών που καταλήγουν στην δημιουργία θρόμβου καθώς και στην αυτόματη αναστολή της αλληλουχίας διεργασιών από το ίδιο το σύστημα για την επίτευξη της αναγκαίας ισορροπίας στην πήξη.
Η ενεργοποίηση αυτής της αλληλουχίας διεργασιών διεγείρεται από δύο κύριες θέσεις διαταραχές ιστών :
Η ενδογενής οδός για την δημιουργία ινώδους ακολουθεί την αλληλουχία
Στη συνέχεια ο παράγοντας Χ ακολουθεί την αλληλουχία Χ/Χa → προθρομβίνη → θρομβίνη → ινώδες.
Στην παρακάτω σχηματική παράσταση εμφανίζονται οι οδοί του μηχανισμού της πήξης :
Η ίδια η εγκυμοσύνη και κάτω από φυσιολογικές συνθήκες τροποποιεί στον γυναικείο οργανισμό την φυσιολογικά δεδομένη ισορροπία των παραγόντων πήξης και αντιπήξης σε όφελος μιας υπαρκτής ισορροπίας υπερπηκτικότητας της κυκλοφορίας με απώτερο σκοπό να προστατέψει την έγκυο από τις αιμορραγίες και τις επιπλοκές που προκαλεί αυτή κατά την διάρκεια της αποκόλλησης του πλακούντα στο τοκετό, οποτεδήποτε συμβεί αυτός.
Οι παράγοντες που μεταβάλλονται στη διάρκεια μιας φυσιολογικής κύησης φαίνονται στον παρακάτω πίνακα :
Οποιασδήποτε πηγής προέλευση της κατάστασης υπερπηκτικότητας στην γυναίκα μπορεί , αλλά όχι πάντα και σε μικρό ποσοστό, να προκαλέσει:
Για την διάγνωση της θρομβοφιλίας υπάρχουν τα πάνελ διαγνωστικής προσέγγισης που διαχωρίζονται ανάλογα με την κλινική διαγνωστική προσέγγιση αν πρόκειται για κληρονομική ή για επίκτητη θρομβοφιλία.
Επίσης τα τέστ ελέγχου πρέπει να εκτελούνται με τις ακόλουθες προϋποθέσεις :
Η θεραπεία επιλογής προσαρμόζεται σε δύο κύριες ομάδες παθολογίας, στις περιπτώσεις καθ΄έξιν αποβολών και στην αντιμετώπιση εγκύου με διαγνωσμένο ή σε αυξημένο κίνδυνο να εμφανίσουν θρομβοεμβολικό επεισόδιο. Επίσης υπάρχουν δύο θεραπευτικές κατευθύνσεις που συνίστανται στην χορήγηση χαμηλών δόσεων ασπιρίνης ή χαμηλού μοριακού βάρους ηπαρίνης με εξαίρεση την περίπτωση του αντιφωσφολιπιδικού συνδρόμου όπου έχει θέση η χορήγηση ανοσοσφαιρίνης.
Η ασπιρίνη σε χαμηλές ημερήσιες δόσεις (100mg/ημέρα) αποδείχτηκε ισχυρός θεραπευτικός παράγοντας στην περίπτωση των καθ΄έξιν αποβολών. Η ασπιρίνη, αφενός μεν δρα ως αντιπηκτικός παράγοντας αναστέλλοντας την κυκλο-οξυγενάση των αιμοπεταλίων και μακροφάγων με αποτέλεσμα να επέρχεται αναστολή στη σύνθεση θρομβοξάνης Α2 και την αναστροφή της αναλογίας θρομβοξάνης/προστακυκλίνης , αφετέρου δε διεγείρει την σύνθεση της ιντερλευκίνης -3 η οποία συμμετέχει στην εμφύτευση της βλαστοκύστης και την δημιουργία του πλακούντα.
Η ηπαρίνη έχει αμφισβητηθεί από τους μελετητές όσον αφορά την θεραπευτική της ικανότητα στις καθ΄έξιν αποβολές. Ωστόσο είναι η θεραπεία επιλογής για τις περιπτώσεις φλεβοθρόμβωσης της εγκύου και για την πρόληψη υποτροπών αυτής. Η θεραπεία επιλογής είναι οι χαμηλού μοριακού βάρους ηπαρίνες, επειδή έχουν λιγότερες παρενέργειες , χορηγούνται μια φορά το 24άωρο και δεν είναι απαραίτητος ο συχνός εργαστηριακός έλεγχος. Για προφύλαξη συνιστάται να γίνεται μια φορά την ημέρα 40mg ενοξαπαρίνης υποδόρια ή τινζαπαρίνη 4500 IU.
Γενικά, ως γυναίκες υψηλού κινδύνου θρομβοφιλίας κατατάσσονται αυτές που έχουν :
Αυτές οι γυναίκες θα πρέπει να λάβουν αντιπηκτική θεραπεία προγεννητικά και επιλόχεια. Η διαχείριση των γυναικών με χαμηλού κινδύνου θρομβοφιλία, όπως οι ετεροζυγότες FVL και PGM, ανεπάρκειας πρωτεΐνης C ή πρωτεΐνης S, εξαρτάται από το προσωπικό και οικογενειακό ιστορικό θρομβοεμβολικών επεισοδίων, καθώς και άλλους τυπικούς παράγοντες κινδύνου φλεβοθρόμβωσης, όπως η παχυσαρκία. Οι γυναίκες αυτές, εφόσον είχαν στο ιστορικό τους ένα ενιαίο εκ των προτέρων θρομβοεμβολικό επεισόδιο διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο στην εγκυμοσύνη τους για θρόμβωση και πρέπει να λάβουν προγεννητικά και επιλόχεια αντιπηκτική θεραπεία.
Αντίθετα, γυναίκες με χαμηλό κίνδυνο θρομβοφιλίας χωρίς προηγούμενο ατομικό ιστορικό ή ισχυρό οικογενειακό ιστορικό φλεβοθρόμβωσης, δεν απαιτούν προγεννητική προφυλακτική αντιμετώπιση, αλλά θα πρέπει να υποβάλλονται σε εκτίμηση κινδύνου εξατομικευμένη και να έχουν στενή παρακολούθηση για κλινικές ενδείξεις και συμπτώματα φλεβικής θρόμβωσης. Ελλείψει άλλων σημαντικών παραγόντων κινδύνου, η πιθανότητα φλεβοθρόμβωσης σε αυτές τις γυναίκες είναι λιγότερο από 1%. Ωστόσο, η Αμερικάνικη Ένωση Μαιευτήρων - Γυναικολόγων (ACOG) θεωρεί ότι η προφυλακτική θεραπεία είναι δικαίωμα εκλογής για αυτή την ομάδα γυναικών. Αντίθετα , η επιλόχεια θεραπεία θα πρέπει να εξατομικεύεται και να επιλέγονται γυναίκες σε κίνδυνο, όπως αυτές μετά από καισαρική τομή και οι παχύσαρκες.
|